- ναυπηγική
- η1) см. ναυπηγία; 2) судостроение (наука)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναυπηγική — η η τέχνη κατασκευής πλοίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυπηγικῇ — ναυπηγικός for shipbuilding fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυπηγική — ναυπηγικός for shipbuilding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνη, ναυπηγική — Μακριά πρισματική κατασκευή στην οποία ναυπηγούνται τα πλοία. Κατασκευάζεται συνήθως με τοιχοποιία ή τσιμέντο, ενώ, αν πρόκειται για μικρά σκάφη, με ξύλο. Η κλίση της ν.κ., σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, πρέπει να είναι τέτοια ώστε η συνιστώσα … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ναυπηγικός — ή, ὁ (Α ναυπηγικός, ή, όν) [ναυπηγός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυπηγία ή αυτός που είναι κατάλληλος για τη ναυπηγία 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η ναυπηγική και το ναυπηγικό α) η επιστήμη και η τέχνη τής σχεδίασης και κατασκευής… … Dictionary of Greek
Κεμπέκ — I (Quebec). Επαρχία (1.542.056 τ. χλμ., 7.237.479 κάτ. το 2001) του Καναδά, στο ανατολικό τμήμα της χώρας, η μεγαλύτερη σε έκταση από τις καναδικές επαρχίες. Πρωτεύουσα είναι η ομώνυμη πόλη (βλ. λ.). Συνορεύει με τις βορειοανατολικές ΗΠΑ στα Ν… … Dictionary of Greek
ՆԱՒԱՐԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0409 Chronological Sequence: Unknown date, 6c գ. Որպէս Նաւագործութիւն. ἠ ναυπηγική. *Զնաւարարութեան ունելով զարուեստ. Կիւրղ. գանձ.: Լայնաբար, կամ իբրու ռմկ. որպէս Նաւաստութիւն, կամ նաւարկութիւն. թերեւս որպէս յն. նաւաբանութիւն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση … Dictionary of Greek
ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και … Dictionary of Greek
γκιοστέκι — και γκιουστέκι και κιοστέκι, το 1. δεσμός 2. υποστήριγμα 3. πληθ. δύο στύλοι που υποστηρίζουν το ποδόστημα τού πλοίου που βρίσκεται πάνω στη ναυπηγική σχάρα 4. δύο αντίτονοι ολκοί τής μεγαλύτερης κεραίας τού πλοίου 5. κόσμημα τών βόρειων Ελλήνων… … Dictionary of Greek